- σουτιέν
- το, Νάκλ. στηθόδεσμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. soutien - gorge < soutien «υποστήριγμα» (< ρ. soutenir < λατ. sustineo) + gorge «στήθος, λαιμός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σουτιέν — το (λ. γαλλ.), στηθόδεσμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Gallicisme — En grammaire et en linguistique, un gallicisme est : un emprunt fait à la langue française par une autre langue ; une tournure ou une locution particulière à la langue française, consacrée par l usage, c est à dire un idiotisme. Par… … Wikipédia en Français
περιστήθιο — το / περιστήθιος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. ένδυμα που φορούν οι γυναίκες εσωτερικά και περιβάλλει το στήθος τους, στηθόδεσμος, κν. σουτιέν 2. (σχετικά με ιπποσκευή) το προστερνίδιο, η μπροστινέλα αρχ. 1. ως επίθ. αυτός που τοποθετείται γύρω από το… … Dictionary of Greek
στηθόδεσμος — ο, ΝΑ ειδικός επίδεσμος που χρησιμεύει για τη συγκράτηση τού γυναικείου στήθους, κν. σουτιέν νεοελλ. 1. ελαστικός ζωστήρας για τον θώρακα ή τη μέση τών γυναικών, κν. κορσές 2. ιατρ. (κυρίως σε περιπτώσεις παθήσεων τής σπονδυλικής στήλης ή… … Dictionary of Greek
υπομάζιος — α, ο / ὑπομάζιος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται κάτω από τον μαστό 2. το ουδ. ως ουσ. το υπομάζιο(ν) (λογ. τ.) ο στηθόδεσμος, το σουτιέν μσν. αρχ. 1. (κυρίως) αυτός που θηλάζει 2. (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.) ὁ ὑπομάζιος και τὸ… … Dictionary of Greek
στηθόδεσμος — ο 1. είδος γυναικείου ενδύματος, σουτιέν. 2. ορθοπεδικό όργανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στηθόπανο — στηθόπανο, το και στηθοπάνι, το στηθόδεσμος, σουτιέν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)